ρέντα
Смотреть что такое "ρέντα" в других словарях:
ρέντα — η, Ν (κυρίως κατά τη χαρτοπαιξία) ευνοϊκή στροφή τής τύχης, εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rente < rendre «αποδίδω»] … Dictionary of Greek
Διχείμαρρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Ρέντα … Dictionary of Greek