ρέντα

ρέντα
η см. ράντα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρέντα" в других словарях:

  • ρέντα — η, Ν (κυρίως κατά τη χαρτοπαιξία) ευνοϊκή στροφή τής τύχης, εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rente < rendre «αποδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • Διχείμαρρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Ρέντα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»